μαδαροκέφαλος

μαδαροκέφαλος
μᾰδᾰροκέφᾰλος, ον,
A bald-headed, Tz.H.7.851.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μαδαροκέφαλος — η, ο (Μ μαδαροκέφαλος, η, ον) αυτός που δεν έχει τρίχες στο κεφάλι του, φαλακρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαδαρός + κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. βου κέφαλος, κυνο κέφαλος] …   Dictionary of Greek

  • κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”